Ιστορία της ανακάλυψης του νηματώδους Steinenema Feltiae

Στη δεκαετία του 1950, δύο Αμερικανοί επιστήμονες, οι Leslie A. Steiner και SA Stock, απομόνωσαν και μελέτησαν ένα παθογόνο νηματώδη στο έδαφος, το οποίο αρχικά ονόμασαν «Neoaplectana carpocapsae». Ανακάλυψαν ότι αυτός ο νηματώδης ήταν ικανός να παρασιτώσει και να σκοτώσει τις προνύμφες ορισμένων παρασίτων εντόμων, γεγονός που προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον για την πιθανή χρήση του στον βιολογικό έλεγχο.

Αργότερα, στη δεκαετία του 1960, δύο άλλοι επιστήμονες, οι Akhurst και Bedding, έκαναν εκτενή έρευνα για τους εντομοπαθογόνους νηματώδεις. Μελέτησαν διάφορα στελέχη νηματωδών και ανακάλυψαν ένα ξεχωριστό στέλεχος το οποίο ονόμασαν Steinernema feltiae, προς τιμήν του επιστημονικού συναδέλφου τους κ. Felt, ο οποίος συνέβαλε στη μελέτη των νηματωδών.

Το Steinernema feltiae έχει χαρακτηριστεί ως ειδικός νηματώδης, διαφορετικός από το Neoaplectana carpocapsae, με μοναδικά βιολογικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά. Αυτό το συγκεκριμένο στέλεχος έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματικό στον έλεγχο διαφόρων παρασίτων εντόμων, συμπεριλαμβανομένων των προνυμφών από σκνίπες από μύκητες, θρίπες και αφίδες.

Από την ανακάλυψή τους, τα νηματώδη Steinernema feltiae έχουν μελετηθεί ευρέως και χρησιμοποιούνται στον βιολογικό έλεγχο. Περαιτέρω έρευνα έχει διεξαχθεί για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, της διατήρησης και της πρακτικής εφαρμογής τους.

Πρέπει να σημειωθεί ότι έχουν ανακαλυφθεί και άλλα στελέχη νηματωδών Steinernema, το καθένα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και αποτελεσματικότητα έναντι διαφορετικών εντόμων-στόχων. Ωστόσο, το Steinernema feltiae παραμένει ένα από τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα και μελετημένα στελέχη στον τομέα του βιολογικού ελέγχου.

πίσω στην αρχική σελίδα Menu 0
Top